Σάββατο 26 Δεκεμβρίου 2009

Η βιομηχανία της κουλτούρας

«Οι κινηματογραφικές ταινίες και το ραδιόφωνο δεν έχουν πια ανάγκη να αυτοσυστήνονται ως μορφές τέχνης. Είναι αλήθεια ότι δεν είναι παρά «μπίζνες». Αλλά η αλήθεια αυτή έχει μετατραπεί σε ιδεολογία για να δικαιολογήσει τα σκουπίδια που σκόπιμα παράγουν.»

Το παραπάνω σχόλιο σημείωνε σε κείμενό του με τίτλο “Η βιομηχανία της κουλτούρας: ο διαφωτισμός ως εξαπάτηση των μαζών” ο μεγάλος κοινωνικός φιλόσοφος και κριτικός των “μίντια” , μέλος της σχολής της Φρανκφούρτης, Τεοντόρ Αντόρνο το 1947. ‘Ήδη από τότε είχε διακρίνει και προβλέψει ολοκάθαρα τις συνέπειες, προς το αρνητικότερο, που θα είχε η επίδραση των μέσων στον ανθρώπινο πολιτισμό. Σήμερα βέβαια θα βάζαμε πρώτη στην λίστα αυτών των μέσων την τηλεόραση, η οποία ξεπέρασε τα άλλα δύο, τόσο όσον αφορά την επιδραστικότητα όσο και στην παραγωγή σκουπιδιών.
Με πολύ απλά λόγια ο Αντόρνο είπε πως τα ηλεκτρονικά μέσα όχι μόνο παράγουν πολιτιστικά και καλλιτεχνικά σκουπίδια αλλά με την ισχύ που διαθέτουν μας τα επιβάλλουν κιόλας χωρίς εμείς να το παίρνουμε μυρουδιά! Πως το καταφέρνουν αυτό; Πρώτον παράγοντας συνεχώς ίδια (πανομοιότυπα) πράγματα, ελαχιστοποιώντας την ανάγκη να αποφασίζει ο κόσμος τι του αρέσει και τι όχι, και δεύτερον, με την ανηλεή επανάληψη, που προσδίδει “πλυσιοεγκεφαλικό” κύρος στο προϊόν, αλλά και κλείνει πάλι, απαγορευτικά την πόρτα στην διαφορετικότητα.

Μήπως τα βρίσκετε όλα αυτά υπερβολικά; Μήπως σας ακούγονται σαν “θεωρίες συνωμοσίας”; Ακούστε τα αποτελέσματα μιας μικρής έρευνας που έκανα ο ίδιος στα σχολεία των Κυθήρων (Δημοτικά και Γυμνάσιο) όταν δίδασκα εκεί πριν έξι χρόνια. Έκανα την πολύ απλή ερώτηση: “Τι μουσική σας αρέσει;” και ζήτησα από κάθε παιδί χωριστά να μου δώσει μιαν απάντηση. Το 90% των παιδιών μου απάντησαν ότι “ακούν τα πάντα” αλλά όταν τα πίεσα να μου δώσουν πιο συγκεκριμένη απάντηση μου ανέφεραν το όνομα μιας και μόνον Ελληνίδας αοιδού η οποία εκείνη την εποχή είχε ξεφύγει από τα “καταγώγια” της γαρδένιας και του σπασμένου πιάτου, και ελάμβανε εξαιρετικής προβολής από “τιβί” και “ράδιο” και από τους “δουλοπρεπείς” δορυφόρους τους. Οι τελευταίοι, είναι διάφορα έντυπα κουτσομπολίστικου χαρακτήρα αλλά κυρίως οι χώροι βραδινής διασκέδασης που στοχεύουν στην μαθητική νεολαία και όπου πλέον παίζουν σχεδόν αποκλειστικά τα ίδια κομμάτια με τα “play lists” του εμπορικού ραδιοφώνου της Αθήνας. Τα “play lists” είναι ο κατάλογος των κομματιών που “πρέπει” να παιχτούν σε συγκεκριμένες ποσότητες και συχνότητες από τους σταθμούς, τον οποίο (κατάλογο), τους δίνουν απευθείας οι μεγάλες δισκογραφικές εταιρίες.
Ερώτηση: Και γιατί αυτά υπακούν;
Απλή απάντηση: Γιατί έχουν τον ίδιο ιδιοκτήτη. Για παράδειγμα το 60% των ελληνικών εμπορικών δισκογραφικών εταιρειών, το δημοφιλέστερο ελληνικό μουσικό περιοδικό καθώς και μεγάλη Αθηναϊκή εφημερίδα και ραδιοφωνικός σταθμός ανήκουν σε έναν άνθρωπο.
Λίγο πιο σύνθετη απάντηση: Γιατί έχουν τα ίδια συμφέροντα για να βγάλουν λεφτά μέσω των πωλήσεων οι μεν και μέσω της διαφήμισης οι δε. Το εύκολο και αναγνωρίσιμο προϊόν πουλάει ευκολότερα από την πραγματική τέχνη. Η τελευταία είναι δύσκολη στην πώληση γιατί έχει μεγάλη ποικιλία εκφάνσεων και πολυχρωμία ύφους, δεν παράγεται εύκολα και δεν καθυποτάσσεται πειθήνια στις ανάγκες του εμπορίου. Αφού λοιπόν ο έμπορος μπορεί να βγάζει μόνος του το φτηνό προϊόν του, όπου με την δύναμη των μέσων που κατέχει, μπορεί να το διαδώσει ανεμπόδιστα, να το ελέγχει πλήρως και να το αξιοποιεί στο μέγιστο βαθμό, γιατί να επενδύει πια στην πραγματική τέχνη όπου και κόστος έχει, και αμφίβολη (γιατί δεν υπακούει πάντα στους κανόνες των μέσων) απήχηση; Υπάρχει μόνο ένα μικρό πρόβλημα: το “προϊόν” παλιώνει γρήγορα σε σχέση με την πραγματική τέχνη. Εύκολη η λύση στο πρόβλημα: την επόμενη χρονιά ο έμπορος βγάζει ένα ολόφρεσκο νέο προϊόν φτιαγμένο ακριβώς με τις ίδιες προδιαγραφές. Και όντως, όταν μετά κάποιο διάστημα ξαναρώτησα τα παιδιά στην τάξη τι μουσική τους αρέσει, ελάχιστα μου ανέφεραν την ίδια τραγουδίστρια. Την είχαν ξεχάσει ήδη. Ένα νέο όνομα είχε πάρει την θέση της.

Οι μεγάλες πόλεις έχουν κάποιες άμυνες στην δύναμη του εμπορίου. Παρότι και εκεί το 90% καταναλώνει πολιτιστικά υποπροϊόντα αντί να γεύεται την εμπειρία της τέχνης, υπάρχει πάντα χώρος για την τελευταία, να αναπνέει και να διαδίδεται, λόγω αριθμού πληθυσμού. Ο πραγματικός καλλιτέχνης παλεύει όσο μπορεί αλλά συνήθως έχει πρόβλημα πως να διαδώσει το έργο του μιας και τα μέσα τα κατέχει ο έμπορος. Για αυτό το λόγο αναγκάζεται να αλλάξει ή και να υποβιβάσει πολλές φορές ποιοτικά την μορφή του έργου του ώστε να γίνει εμπορικά αναγνωρίσιμο.
Τι γίνεται με την επαρχία όμως και ειδικά με τα Κύθηρα; Η κατάσταση είναι θλιβερή! Τα Κύθηρα βομβαρδίζονται μόνο από τα “προϊόντα” των μέσων και με τίποτε άλλο! Η εκπαίδευση σιωπά! Ακόμη όμως και όταν κάνει κάτι είναι από τον ζήλο κάποιων εκπαιδευτικών και όχι από κάποια σχεδιασμένη μέθοδο. Ο πολύς κόσμος, που δεν έχει διδαχτεί από κανένα ότι η τέχνη είναι μύηση και εμπειρία, την έχει υποβιβάσει και μόνο ως μέσον διασκέδασης. Τα “προϊόντα” είναι τα μόνα που του προσφέρονται για αυτό τον σκοπό ( που να ψάχνει να βρει καλύτερα) και τα “καταναλώνει” ανενδοίαστα. Παλιά ακούγαμε μουσική επειδή το είχαμε όλοι ανάγκη, καλλιτέχνες και κοινό. Τώρα ακούμε γιατί κάποιος κάπου θέλει μόνον να βγάλει λεφτά.

Δύο από τους τρεις Κυθηραϊκούς ραδιοφωνικούς σταθμούς παίζουν σχεδόν αποκλειστικά τραγούδια των “play lists”. Λες και θα έχαναν αν αποβιβάζονταν από το άρμα του εμπορίου για να μας δώσουν λίγο πολιτισμό. Αλλά επιλέγουν το μηδενικό ρίσκο για “δημοφιλία”, προτιμώντας να ενταχθούν σε ένα μεγαλύτερο πανίσχυρο σύστημα. Και μας φέρνουν τα σκουπίδια στην πόρτα μας. Εμείς που σαν λαός υποτίθεται ότι είμαστε περήφανοι και ανυπόταχτοι σε οποιονδήποτε θέλει να μας επιβληθεί, έχουμε πέσει σαν ώριμο φρούτο, στα νύχια της προκατασκευασμένης για κατανάλωση τέχνης και των εμπόρων που την παρασκευάζουν και την διακινούν. Όποιος τολμά να αντισταθεί, υποβιβάζεται στα πλαίσια του αφελούς και του γραφικού. Το μέγα άλλα κατευθυνόμενο πλήθος αποφασίζει για το πού θα τραβήξουμε και ας φωνάζουν οι λίγοι πως πάμε για τον γκρεμό.

“Κάτσε ρε φίλε” θα πουν κάποιοι. “Ακόμη και αν είναι έτσι τα πράγματα, τι έγινε δηλαδή; την βολή μας την έχουμε και τίποτα σπουδαίο δεν διακυβεύεται”. Θα διαφωνήσω κάθετα! Θα επανέλθω όμως με μελλοντικό άρθρο πάνω σε αυτό το θέμα. Για την ώρα θα παραθέσω απόσπασμα από το ίδιο κείμενο του Τεοντόρ Αντόρνο και θα παρακαλούσα τους φίλους αναγνώστες να το προσέξουν ιδιαίτερα:

«Διασκεδάζω σημαίνει λέω ναι, είμαι σύμφωνος. Αυτό δεν είναι δυνατό παρά μόνο όταν απομονώσει κανείς τη διασκέδαση από το σύνολο της κοινωνικής διαδικασίας, όταν την αποκτηνώσει θυσιάζοντας από την αρχή την αξίωση που έχει κάθε έργο, ακόμη και το πιο ασήμαντο, να αντανακλά, μέσα στο όριά του,το όλο. Διασκεδάζω σημαίνει πάντα: δεν σκέφτομαι τίποτε, ξεχνώ τον πόνο ακόμη κι όταν δείχνεται. Κατά βάθος η διασκέδαση είναι μια μορφή αδυναμίας. Είναι πράγματι μια φυγή αλλά όχι, όπως λένε, μια φυγή από την θλιβερή πραγματικότητα. Αντίθετα, είναι μια φυγή από την τελευταία θέληση για αντίσταση, την οποία μπορεί ακόμη να δώσει στον καθένα αυτή η πραγματικότητα. Η απελευθέρωση,την οποία υπόσχεται η διασκέδαση, είναι απελευθέρωση από την σκέψη και από την άρνηση. Η αδιαντροπιά της ρητορικής ερώτησης “τι θέλουν οι άνθρωποι;” έγκειται στο γεγονός ότι απευθύνεται σ’ εκείνους ακριβώς τους ανθρώπους που πρόκειται να χάσουν προοδευτικά την ατομικότητά τους, την ικανότητά τους να σκέφτονται.»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου