Τετάρτη 10 Μαρτίου 2010

Τσικνοπέμπτη VS πολιτιστικές εκδηλώσεις του Δήμου

Του Παναγιώτη Λευθέρη

Στην εφημερίδα Κυθηραϊκά, στο φύλλο του Φεβρουαρίου, το γραφείο τύπου του Δήμου μας έδωσε (και καλά έκανε) μια λίστα με τις πολιτιστικές εκδηλώσεις που χρηματοδοτήθηκαν την χρονιά που πέρασε μαζί με το ποσόν που κόστισε η κάθε εκδήλωση. Στο άρθρο που ακολουθεί, θα επιχειρηθεί στο βαθμό που πιστεύουμε ότι είναι εφικτό, μια ποιοτική και ποσοτική σύγκριση του πολιτιστικού προσανατολισμού των εκδηλώσεων αυτών με το ανέξοδο θεατρικό της «Τσικνοπέμπτης» που παρουσιάστηκε και πάλι εφέτος στον Κυθ. Σύνδεσμο στις 4 Φεβρουαρίου.

Απ ότι μας πληροφορεί ο δήμος, τη χρονιά που πέρασε δόθηκαν 38145,49 ευρώ για χρηματοδότηση εννέα (9) πολιτιστικών δρώμενων στο νησί. Μέσα στις εκατοντάδες χιλιάδες του πιθανού γενικού προϋπολογισμού το ποσόν αυτό είναι μικρό. Παρ' όλα αυτά σε ένα επίσης μικρό δήμο σαν των Κυθήρων ένα τέτοιο ποσό θα έπρεπε κατά τη γνώμη μας να φτάσει για χρηματοδότηση τουλάχιστον άλλων τόσων εκδηλώσεων. Τι μπορεί να συμβαίνει;
Πιστεύω ότι υπάρχει πάντα μια αμηχανία στους διοικούντες (όχι μόνο στα Κύθηρα) για το αντικείμενο «πολιτισμός». Καλά όταν μιλάμε για αρχαίο Ελληνικό ή για λαϊκό πολιτισμό αλλά όταν φτάνουμε στο σήμερα και πρέπει να αντιμετωπιστούν έννοιες όπως σύγχρονη τέχνη, μουσική, χορός, θέατρο, κινηματογράφος, φωτογραφία, εικαστικά, οι διοικούντες συνήθως «σηκώνουν τα χέρια ψηλά». Πρώτον γιατί συνήθως αυτοί οι χώροι δεν ανήκουν στην σφαίρα των ασχολιών τους για να μην πούμε των ενδιαφερόντων τους. Δεύτερον γιατί η εκτίμηση αισθητικών πραγμάτων που δεν έχουν δοκιμαστεί στον χρόνο είναι δύσκολη, είναι θέμα γούστου και θέλει κάποια γνώση του αντικειμένου. Τρίτον γιατί συγκριτικά τα ποσά που εμπλέκονται είναι μικρά αλλά όπως φαίνεται, η κριτική είναι έντονη.
Οι λύσεις που καταφεύγουν λοιπόν οι διοικούντες για να ξεπεράσουν τον σκόπελο «πολιτισμός» είναι οι εξής:
α) Αν υπάρχει δημοτικός πολιτιστικός οργανισμός πετάνε το «μπαλάκι» σε αυτόν, διορίζουν διευθυντή κάποιο πρόσωπο της εμπιστοσύνης τους και δεν επανέρχονται παρά μόνο αν, όπως συμβαίνει συνήθως, λόγω της κακοδιαχείρισης έχει «φεσωθεί» ο δήμος ένα σημαντικό ποσό.
β) Αν δεν έχει φροντίσει να έχει ο δήμος κάποιον πολιτιστικό οργανισμό, όπως στα Κύθηρα, την ευθύνη της οργάνωσης των πολιτιστικών δρώμενων και της διάθεσης των χρημάτων παίρνουν κάποιοι δημοτικοί σύμβουλοι οι οποίοι με την σειρά τους ρίχνουν το «μπαλάκι» σε κάποιους δημοτικούς υπαλλήλους στων οποίων το γούστο και τις γνώσεις βασίζεται η ποιότητα και η ποσότητα των εκδηλώσεων. Αν αυτοί οι υπάλληλοι δεν έχουν τέτοιες γνώσεις και γούστο, όπως και δεν οφείλουν τελικά, βάση των προσόντων με τα οποία προσελήφθηκαν, τότε είτε αυτοσχεδιάζουν προσπαθώνταςς να παίξουν ανεπιτυχώς τον ρόλο του «γκουρού» των πολιτιστικών, είτε βαδίζουν στα τυφλά πέφτοντας θύματα πανέξυπνων μάνατζερ εμπορικών καλλιτεχνών στην Αθήνα οι οποίοι καραδοκούν τα καλοκαίρια να εξασφαλίσουν ένα μέρος από την «πίτα» του προϋπολογισμού για τα πολιτιστικά των Δήμων της περιφέρειας.

Πως θα έπρεπε λοιπόν να προσανατολισθούν οι υπεύθυνοι περί των πολιτιστικών στα Κύθηρα;
Ας δούμε ένα παράδειγμα υψηλού επιπέδου πολιτιστικής εκδήλωσης τον χειμώνα και να εξηγήσουμε τη σημασία της.

Το θεατρικό της Τσικνοπέμπτης έχει γίνει θεσμός τις τελευταίες δεκαετίες. Η δυναμική και οι αρετές του εκπλήσσουν τον παρατηρητή της ζωής στο νησί. Κατ' αρχάς κάποιοι φίλοι και συχωριανοί αποκαλύπτουν ένα εκπληκτικό ταλέντο που όλες τις υπόλοιπες μέρες του χρόνου μένει αδρανές. Έπειτα αυτή την ικανότητα συνεργασίας και συντονισμού δεν την συναντάς εύκολα στα τσιριγώτικα πράγματα. Ειδικά η καλλιτεχνική συνύπαρξη, με ίσους όρους, παιδιών από το σχολείο και παλαιότερων, ξεπερνά τα όρια των πατερναλιστικών μας συνηθειών.
Γνωρίζοντας ότι ζούμε στο νησί της αμείλικτης, ανώνυμης και κατά το πλείστον ανυπόστατης φημολογίας για τα πάντα, έχω την αίσθηση ότι το θεατρικό αυτό λειτουργεί σαν βαλβίδα ασφαλείας προς αυτό το επιβλαβές χαρακτηριστικό μας. Για μοναδική φορά όλα λέγονται κατά πρόσωπο, επωνύμως και με ειλικρίνεια. Ο πολιτικός και κοινωνικός προβληματισμός συνυπάρχει με τον χαβαλέ, το χιούμορ είναι καυστικό και ο σαρκασμός περισσεύει. Παρ' όλα αυτά οι αποδέκτες ( κυρίως οι δημοτικοί μας άρχοντες) προς τιμήν τους είναι εκεί και χωρίς φόβο αποδέχονται, όπως οφείλουν, την αμείλικτη λαϊκή κριτική. Όλα αυτά μου θυμίζουν υγιή κοινωνία και ασφαλή πολιτεία. Στο καθαρά καλλιτεχνικό μέρος τώρα, απολαύσαμε ένα θεατρικό δρώμενο όπου η συλλογική δημιουργία του και ο σπονδυλωτός χαρακτήρας του έδωσαν χώρο να συνυπάρξουν αφαιρετικές μορφές του σύγχρονου θεάτρου (όπως το σκετς με τη γραβάτα και το κράνος του Δημήτρη Λεβέντη) με το γνήσιο λαϊκό, παραδοσιακό θέατρο (όπως το σκετς με την γριούλα του Δημήτρη Μαρσέλλου).
Τι είναι όμως αυτό που έχει η παραπάνω εκδήλωση, η οποία οργανώθηκε από το μεράκι των συμμετεχόντων, που στερούνται οι εκδηλώσεις που χρηματοδότησε ο δήμος το 2009;

Πιστεύουμε πρώτα απ' όλα ότι είναι το ντόπιο δυναμικό της και η ικανότητα αλληλεπίδρασης που διαθέτει.Από τον προαναφερθέντα προϋπολογισμό μόνο 7667 ευρώ, ποσοστό 20% δόθηκε για χρηματοδότηση εκδηλώσεων που αφορούν Κυθήριους καλλιτέχνες και Κυθηραϊκά δρώμενα ( καρναβάλι Ποταμού, συναυλία Τσολάκου και Χριστουγεννιάτικη εκδήλωση του Δήμου). Και παρ' ότι η ανάδειξη τοπικού πολιτισμού θα έπρεπε να είναι πρώτος στόχος του συγκεκριμένου προϋπολογισμού. Μήπως φίλοι μου νομίζετε ότι ο Κυθήριος καλλιτέχνης επιβάλλεται να είναι ερασιτέχνης και να προσφέρει δωρεάν (για να μην παρεξηγηθεί) το «άχρηστο προϊόν» του και συγχρόνως τον καλύτερο εαυτό του; Ας τα δώσουμε λοιπόν στον επιτήδειο από την Αθήνα που παρ' ότι προσφέρει κάτι παρεμφερές με το, τσάμπα, δικό μας, όλο και κάτι περισσότερο θα ξέρει και κανείς δεν θα μας κατηγορήσει ότι τα δώσαμε σε «φίλους μας». Θυμίζω ότι 9365,30 ευρώ δηλαδή 24,5% του προϋπολογισμού δόθηκαν σε ομάδες από την Αθήνα για δύο παραστάσεις Καραγκιόζη και δύο συναυλίες με ρεμπέτικα. Ο υπεύθυνος για τα πολιτιστικά με αυτά τα χρήματα θα μπορούσε να ανιχνεύσει, να οργανώσει και να υποστηρίξει τις τοπικές καλλιτεχνικές δυνάμεις, που όπως αποδεικνύει και η Τσικνοπέμπτη περισσεύουν στο νησί.

Δεν οφείλει όμως ο Δήμος να προσκαλεί καλλιτέχνες και εκδηλώσεις για να ενημερώνει και να μορφώνει (όχι απλά να ψυχαγωγεί) τους Κυθήριους; Σωστά! Με την προϋπόθεση να επιλέγουμε εμείς, σαν Δήμος, με γνώση και με κριτήρια και όχι να μας επιλέγουν λόγω της αφέλειάς μας. Όχι απλά να «τα δίνουμε» στον Αθηναίο μάνατζερ για να περηφανευόμαστε και μόνο ότι καταφέραμε να φέρουμε τον «τάδε διάσημο» στα Κύθηρα. Το έψαξε κανείς αν ο «τάδε διάσημος» σε περιόδους κρίσης θα ερχόταν και με τα μισά λεφτά; Δεν θα μπορούσε η συναυλία του να είναι αυτοχρηματοδοτούμενη από εισιτήρια αφού είναι «διάσημος»; Γιατί ιδιώτες οργανωτές έφεραν το καλοκαίρι τον Σωκράτη Μάλαμα βγάζοντας και κέρδος από τα εισιτήρια και ο φορολογούμενος πρέπει να πληρώσει 7140 ευρώ για την συναυλία της Ελένης Τσαλιγοπούλου; Με τα λεφτά που ήρθε ο «διάσημος» δεν θα μπορούσαν να οργανωθούν τρεις ή πέντε εκδηλώσεις με όχι τόσο «διάσημους» αλλά όμως σημαντικούς καλλιτέχνες, με των οποίων το έργο δεν θα είχε άλλη ευκαιρία να έλθει σε επαφή ο Τσιριγώτης;
Η παράσταση της Τσικνοπέμπτης είναι από τις ελάχιστες πολιτιστικές εκδηλώσεις που γίνονται μέσα στο χειμώνα. Πάντα σύμφωνα με τον πίνακα του Δήμου, το 92.7% του προϋπολογισμού δόθηκε για καλοκαιρινές εκδηλώσεις. Τον Χειμώνα δεν χρειαζόμαστε πολιτισμό; Απ' ότι φαίνεται όμως, είναι τότε που τον χρειαζόμαστε. Η έλλειψη πολιτιστικού σχεδιασμού για τον χειμώνα αποδεικνύει και αυτή την, κατά τη γνώμη μας, διαχρονική νοοτροπία των περισσότερων διοικούντων στην Ελλάδα που πιστεύουν ότι οι καλλιτεχνικές εκδηλώσεις είναι μόνο για την προβολή και για τον τουρισμό και όχι για το καλό της κοινωνίας και την ανύψωση του μορφωτικού επιπέδου της.

Η παράσταση της Τσικνοπέμπτης ανέδειξε τη σημασία της τέχνης του θεάτρου, της τέχνης με τις πιο βαθιές ρίζες στην Ελλάδα και της ευχέρειας που έχει να περικλείει και άλλες τέχνες όπως την ποίηση, την μουσική, τα εικαστικά καi τον χορό. Επανερχόμενος τώρα στον προϋπολογισμό του Δήμου για τα πολιτιστικά, θέλω να επισημάνω ότι το 65% των χρημάτων δόθηκε για αμιγώς μουσικές εκδηλώσεις οι οποίες μάλιστα είχαν σχέση αποκλειστικά με το Ελληνικό τραγούδι. Ερώτηση: αυτό συνέβη επειδή δεν χρειαζόμαστε τα άλλα είδη μουσικής και τις άλλες τέχνες ή μήπως γιατί οι μάνατζερ μερικών «διάσημων» πλην παρηκμασμένων τραγουδοποιών είναι πιο δραστήριοι από τους, ερασιτέχνες στην επικοινωνία, εκπροσώπους μικρών και φθηνών ομάδων που θα μπορούσαν να προσφέρουν μια ολοκληρωμένη καλλιτεχνική πρόταση για το νησί;

Η παράσταση της Τσικνοπέμπτης έδειξε ότι στο νησί υπάρχει δίψα για δημιουργική απασχόληση και πολλά από τα άτομα που μας έδειξαν το ταλέντο τους ήταν παιδιά. Θυμήθηκα τα μαθήματα εικαστικών και θεάτρου που είχε οργανώσει πέρυσι ο Δήμος. Απ' ότι φαίνεται είχαν μηδενικό κόστος γιατί δεν περιλήφθηκαν στην περίφημη λίστα των πολιτιστικών εξόδων, όπως και κανένα άλλο έργο καλλιτεχνικής υποδομής και εκπαίδευσης. Αφού δεν είχε κόστος, γιατί λοιπόν μια τόσο καλή ιδέα δεν υλοποιήθηκε και φέτος; Εκλιπαρούμε τον Δήμο να κάνει κάτι για την καλλιτεχνική εκπαίδευση των παιδιών μας γιατί δεν υπάρχει σχεδόν καμιά εναλλακτική λύση, ειδικά για όσους δεν μπορούν να πληρώσουν για κάτι τέτοιο. Τη σημασία μιας τέτοιας κίνησης την έχουμε αναλύσει και θα την αναλύσουμε και στο μέλλον.

Αυτά και άλλα πολλά τα ρωτάω με θετική διάθεση προς χάριν του να διορθωθεί κάτι στον χώρο του πολιτισμού. Η εκάστοτε πολιτεία όταν προσφέρει ψυχαγωγία στους πολίτες της πρέπει να περιλαμβάνει, κατά τη γνώμη μου, έννοιες όπως μύηση, μόρφωση και υποδομές και όχι «άρτο και θεάματα». Και οφείλει να οργανωθεί προς αυτή την κατεύθυνση.

Το αυγό του φιδιού

Από την επικαιρότητα: «Αρχίζει η συζήτηση στη βουλή επί του νομοσχεδίου για χορήγηση ιθαγένειας και πολιτικών δικαιωμάτων στους μετανάστες 2ης γενιάς. Η ΝΔ και ΛΑΟΣ αναμένεται να τηρήσουν ‘σκληρή γραμμή’...».

Απορία, ανακούφιση, ντροπή και τρόμος!

Απορία γιατί να θεωρούμε «μετανάστες» ανθρώπους που γεννήθηκαν, μεγάλωσαν και ζουν σε τούτη δω την χώρα, φοίτησαν την εκπαίδευσή της, μιλούν (χωρίς ξένη προφορά) και γράφουν την επίσημη γλώσσα της, δηλώνουν Έλληνες και θέλουν να είναι Έλληνες. Γιατί να θεωρούνται «μετανάστες» άνθρωποι που δεν γνώρισαν άλλη χώρα από την Ελλάδα και που πιθανώς δεν γνωρίζουν άλλη γλώσσα από τα Ελληνικά; Έχουν μήπως κάτι ανιχνεύσιμο στο αίμα που τους ξεχωρίζει από τους υπόλοιπους ή μήπως φταίει ότι το όνομά τους δεν ακούγεται σωστό; Φταίνε αυτοί που οι γονείς τους άφησαν τον τόπο τους για μια καλύτερη ζωή ώστε τα παιδιά τους να γεννηθούν στην Ελλάδα; Αρκεί αυτό για να τους κολλήσει η μάλλον υποτιμητική ταμπέλα «μετανάστης» ενώ ουδέποτε έχουν μεταναστεύσει από οπουδήποτε; Πρόκειται για κάποιου είδους εκδίκηση επειδή οι γονείς τους ήλθαν «να μας φάνε το ψωμί» ή μήπως υποφέρουμε από υπερπληθυσμό και αρνούμαστε την ελληνική ιθαγένεια σε κάποιους από τους γείτονες, συμμαθητές και συμπολίτες μας; Γιατί αυτή την ιθαγένεια να την δικαιούνται Αυστραλοί, Αμερικάνοι, Γερμανοί, Ρωσοπόντιοι που πολλές φορές ούτε την γλώσσα γνωρίζουν ούτε στην χώρα έχουν μείνει ή σκοπεύουν να μείνουν, μόνο και μόνο επειδή κάποιος γονιός, παππούς ή προπάππος τους είχε Ελληνικό όνομα, και αρνείται η πολιτεία τόσα χρόνια αυτό το δικαίωμα σε παιδιά που δεν γνώρισαν άλλο τόπο; Τέλος σε τι έχασαν παλιότερα οι μεγάλες χώρες που αγκάλιασαν τα παιδιά των Ελλήνων μεταναστών ως ισότιμους πολίτες τους και φοβάται να κάνει το ίδιο και η Ελληνική πολιτεία;

Ανακούφιση γιατί “κάλιο αργά πάρα ποτέ”. Μια από τις περιπτώσεις, σπάνιες δυστυχώς, που η πολιτεία αφουγκράζεται την πραγματικότητα, προσαρμόζει και εκσυγχρονίζει τους νόμους. Έτσι θα πάψουμε και εδώ στα Κύθηρα να βλέπουμε αυτή την αδικία να συντελείται δίπλα μας. Όσοι από εμάς έχουν συμμετάσχει στην εκπαίδευση,γνωρίσαμε αυτά τα παιδιά από τις πρώτες τάξεις του δημοτικού, τα είδαμε να λένε το ποίημα τους στην πλατεία και να εξυμνούν την δόξα της πατρίδας μας, να πηγαίνουν αγόγγυστα στην εκκλησία ακόμη και αν δεν επρόκειτο για την θρησκεία των γονιών τους, τα είδαμε να γεμίζουν τα σχολικά κτίρια δίνοντας το δικαίωμα στους τσιριγώτες να ζητούν «νέα και σύγχρονα σχολεία».Τα βλέπουμε τώρα να μεγαλώνουν και να δίνουν νεανική πνοή στον γερασμένο πληθυσμό του νησιού. Τα νεανικά τους πρόσωπα μας γεμίζουν αισιοδοξία και ελπίδα ότι ετούτος ο τόπος θα μείνει ζωντανός για μερικά ακόμη χρόνια πριν μεταβληθεί σε ένα και μόνο καλοκαιρινό θέρετρο που θα ερημώνει τον χειμώνα. Η ένεση ζωής που δόθηκε στα Κύθηρα την δεκαετία του 90 μπορεί να μην επαναληφθεί ξανά, καθώς τα παγκόσμια πράγματα συνεχώς αλλάζουν. Αυτοί οι νέοι τσιριγώτες όμως θα μείνουν κουβαλώντας τις ίδιες αναμνήσεις με κάθε έναν από εμάς που μεγάλωσε σε τούτο τον τόπο. Και μακάρι να μεγαλώσουν εδώ και τα δικά τους παιδιά, χωρίς την στάμπα του πολίτη ενός «κατώτερου Θεού».

Ντροπή όχι απλά γιατί κάποιοι από εμάς τους “αυτόχθονες” τσιριγώτες διαφωνούν με όλα αυτά. Αλλά γιατί αφού στηριχθήκαμε εξ ολοκλήρου στους μετανάστες για να δημιουργήσουμε μια τοπική οικονομία που δεν θα μπορούσαμε να την ονειρευτούμε καν τις δεκαετίες του 70 και του 80 τώρα αρνούμαστε ή κάνουμε του δύσκολους για να αποδώσουμε στα παιδιά τους αυτά που δικαιούνται. Σε τούτο το νησί οι μετανάστες ζωντάνεψαν την ερημωμένη ύπαιθρο προσφέροντας την δούλεψή τους στους γερασμένους ιδιοκτήτες της. Σε τούτο το νησί οι μετανάστες έχτισαν με τα χέρια τους τα σπίτια οπού ζούμε και ένας Θεός ξέρει πως θα είχε συντελεστεί χωρίς αυτούς, το θαύμα της αναπτυξιακά ανθοφόρας «οικοδομής» που έδωσε το «φιλί της ζωής» στην ντόπιους να μείνουν στον τόπο τους αφεντικά. Σε τούτο το νησί ο τουρισμός δεν θα είχε την ανάπτυξη που έχει αν δεν στηριζόταν στα εργατικά χέρια των μεταναστών. Τέλος σε τούτο το νησί η εμπορική κίνηση και τα νέα μαγαζιά που ανοίγουν το ένα μετά το άλλο στηρίζονται στα λεφτά αυτών των μεταναστών που αγοράζουν και καταναλώνουν όπως όλοι μας. Χωρίς αυτούς τα Κύθηρα θα είχαν σβήσει και οι Κυθήριοι θα είχαν φύγει... μετανάστες. Τόσα χρόνια κανείς δεν αναφέρεται σε αυτό λες και είναι θέμα ταμπού ενώ διαχρονικά οι τοπικοί ηγέτες (πολιτικοί και θρησκευτικοί) κάνουν πως δεν καταλαβαίνουν. Σε τούτο τον τόπο λοιπόν αρκετοί συμπολίτες μας έδωσαν την ψήφο τους σε ένα κόμμα που αρνείται την Ελληνική ιθαγένεια στα παιδιά των μεταναστών ενώ πολλοί άλλοι σε ένα κόμμα που κρατά «σκληρή γραμμή» σε μια τέτοια προοπτική. Το θεωρώ αχαριστία και ντρέπομαι για αυτό.

Τρόμος γιατί το «αυγό του φιδιού» της ξενοφοβίας και της μισαλλοδοξίας εκκολάπτεται στις φαινομενικά φιλήσυχες και ατάραχες κοινωνίες που όμως αργά ή γρήγορα και λόγω έλλειψης ελαστικότητας, ανοχών και συμπόνιας, νομοτελειακά θα οδηγηθούν σε καταστάσεις κρίσης, τις οποίες κανένας μας δεν θα ήθελε να ζήσει.