Σάββατο 26 Δεκεμβρίου 2009

Η βιομηχανία της κουλτούρας

«Οι κινηματογραφικές ταινίες και το ραδιόφωνο δεν έχουν πια ανάγκη να αυτοσυστήνονται ως μορφές τέχνης. Είναι αλήθεια ότι δεν είναι παρά «μπίζνες». Αλλά η αλήθεια αυτή έχει μετατραπεί σε ιδεολογία για να δικαιολογήσει τα σκουπίδια που σκόπιμα παράγουν.»

Το παραπάνω σχόλιο σημείωνε σε κείμενό του με τίτλο “Η βιομηχανία της κουλτούρας: ο διαφωτισμός ως εξαπάτηση των μαζών” ο μεγάλος κοινωνικός φιλόσοφος και κριτικός των “μίντια” , μέλος της σχολής της Φρανκφούρτης, Τεοντόρ Αντόρνο το 1947. ‘Ήδη από τότε είχε διακρίνει και προβλέψει ολοκάθαρα τις συνέπειες, προς το αρνητικότερο, που θα είχε η επίδραση των μέσων στον ανθρώπινο πολιτισμό. Σήμερα βέβαια θα βάζαμε πρώτη στην λίστα αυτών των μέσων την τηλεόραση, η οποία ξεπέρασε τα άλλα δύο, τόσο όσον αφορά την επιδραστικότητα όσο και στην παραγωγή σκουπιδιών.
Με πολύ απλά λόγια ο Αντόρνο είπε πως τα ηλεκτρονικά μέσα όχι μόνο παράγουν πολιτιστικά και καλλιτεχνικά σκουπίδια αλλά με την ισχύ που διαθέτουν μας τα επιβάλλουν κιόλας χωρίς εμείς να το παίρνουμε μυρουδιά! Πως το καταφέρνουν αυτό; Πρώτον παράγοντας συνεχώς ίδια (πανομοιότυπα) πράγματα, ελαχιστοποιώντας την ανάγκη να αποφασίζει ο κόσμος τι του αρέσει και τι όχι, και δεύτερον, με την ανηλεή επανάληψη, που προσδίδει “πλυσιοεγκεφαλικό” κύρος στο προϊόν, αλλά και κλείνει πάλι, απαγορευτικά την πόρτα στην διαφορετικότητα.

Μήπως τα βρίσκετε όλα αυτά υπερβολικά; Μήπως σας ακούγονται σαν “θεωρίες συνωμοσίας”; Ακούστε τα αποτελέσματα μιας μικρής έρευνας που έκανα ο ίδιος στα σχολεία των Κυθήρων (Δημοτικά και Γυμνάσιο) όταν δίδασκα εκεί πριν έξι χρόνια. Έκανα την πολύ απλή ερώτηση: “Τι μουσική σας αρέσει;” και ζήτησα από κάθε παιδί χωριστά να μου δώσει μιαν απάντηση. Το 90% των παιδιών μου απάντησαν ότι “ακούν τα πάντα” αλλά όταν τα πίεσα να μου δώσουν πιο συγκεκριμένη απάντηση μου ανέφεραν το όνομα μιας και μόνον Ελληνίδας αοιδού η οποία εκείνη την εποχή είχε ξεφύγει από τα “καταγώγια” της γαρδένιας και του σπασμένου πιάτου, και ελάμβανε εξαιρετικής προβολής από “τιβί” και “ράδιο” και από τους “δουλοπρεπείς” δορυφόρους τους. Οι τελευταίοι, είναι διάφορα έντυπα κουτσομπολίστικου χαρακτήρα αλλά κυρίως οι χώροι βραδινής διασκέδασης που στοχεύουν στην μαθητική νεολαία και όπου πλέον παίζουν σχεδόν αποκλειστικά τα ίδια κομμάτια με τα “play lists” του εμπορικού ραδιοφώνου της Αθήνας. Τα “play lists” είναι ο κατάλογος των κομματιών που “πρέπει” να παιχτούν σε συγκεκριμένες ποσότητες και συχνότητες από τους σταθμούς, τον οποίο (κατάλογο), τους δίνουν απευθείας οι μεγάλες δισκογραφικές εταιρίες.
Ερώτηση: Και γιατί αυτά υπακούν;
Απλή απάντηση: Γιατί έχουν τον ίδιο ιδιοκτήτη. Για παράδειγμα το 60% των ελληνικών εμπορικών δισκογραφικών εταιρειών, το δημοφιλέστερο ελληνικό μουσικό περιοδικό καθώς και μεγάλη Αθηναϊκή εφημερίδα και ραδιοφωνικός σταθμός ανήκουν σε έναν άνθρωπο.
Λίγο πιο σύνθετη απάντηση: Γιατί έχουν τα ίδια συμφέροντα για να βγάλουν λεφτά μέσω των πωλήσεων οι μεν και μέσω της διαφήμισης οι δε. Το εύκολο και αναγνωρίσιμο προϊόν πουλάει ευκολότερα από την πραγματική τέχνη. Η τελευταία είναι δύσκολη στην πώληση γιατί έχει μεγάλη ποικιλία εκφάνσεων και πολυχρωμία ύφους, δεν παράγεται εύκολα και δεν καθυποτάσσεται πειθήνια στις ανάγκες του εμπορίου. Αφού λοιπόν ο έμπορος μπορεί να βγάζει μόνος του το φτηνό προϊόν του, όπου με την δύναμη των μέσων που κατέχει, μπορεί να το διαδώσει ανεμπόδιστα, να το ελέγχει πλήρως και να το αξιοποιεί στο μέγιστο βαθμό, γιατί να επενδύει πια στην πραγματική τέχνη όπου και κόστος έχει, και αμφίβολη (γιατί δεν υπακούει πάντα στους κανόνες των μέσων) απήχηση; Υπάρχει μόνο ένα μικρό πρόβλημα: το “προϊόν” παλιώνει γρήγορα σε σχέση με την πραγματική τέχνη. Εύκολη η λύση στο πρόβλημα: την επόμενη χρονιά ο έμπορος βγάζει ένα ολόφρεσκο νέο προϊόν φτιαγμένο ακριβώς με τις ίδιες προδιαγραφές. Και όντως, όταν μετά κάποιο διάστημα ξαναρώτησα τα παιδιά στην τάξη τι μουσική τους αρέσει, ελάχιστα μου ανέφεραν την ίδια τραγουδίστρια. Την είχαν ξεχάσει ήδη. Ένα νέο όνομα είχε πάρει την θέση της.

Οι μεγάλες πόλεις έχουν κάποιες άμυνες στην δύναμη του εμπορίου. Παρότι και εκεί το 90% καταναλώνει πολιτιστικά υποπροϊόντα αντί να γεύεται την εμπειρία της τέχνης, υπάρχει πάντα χώρος για την τελευταία, να αναπνέει και να διαδίδεται, λόγω αριθμού πληθυσμού. Ο πραγματικός καλλιτέχνης παλεύει όσο μπορεί αλλά συνήθως έχει πρόβλημα πως να διαδώσει το έργο του μιας και τα μέσα τα κατέχει ο έμπορος. Για αυτό το λόγο αναγκάζεται να αλλάξει ή και να υποβιβάσει πολλές φορές ποιοτικά την μορφή του έργου του ώστε να γίνει εμπορικά αναγνωρίσιμο.
Τι γίνεται με την επαρχία όμως και ειδικά με τα Κύθηρα; Η κατάσταση είναι θλιβερή! Τα Κύθηρα βομβαρδίζονται μόνο από τα “προϊόντα” των μέσων και με τίποτε άλλο! Η εκπαίδευση σιωπά! Ακόμη όμως και όταν κάνει κάτι είναι από τον ζήλο κάποιων εκπαιδευτικών και όχι από κάποια σχεδιασμένη μέθοδο. Ο πολύς κόσμος, που δεν έχει διδαχτεί από κανένα ότι η τέχνη είναι μύηση και εμπειρία, την έχει υποβιβάσει και μόνο ως μέσον διασκέδασης. Τα “προϊόντα” είναι τα μόνα που του προσφέρονται για αυτό τον σκοπό ( που να ψάχνει να βρει καλύτερα) και τα “καταναλώνει” ανενδοίαστα. Παλιά ακούγαμε μουσική επειδή το είχαμε όλοι ανάγκη, καλλιτέχνες και κοινό. Τώρα ακούμε γιατί κάποιος κάπου θέλει μόνον να βγάλει λεφτά.

Δύο από τους τρεις Κυθηραϊκούς ραδιοφωνικούς σταθμούς παίζουν σχεδόν αποκλειστικά τραγούδια των “play lists”. Λες και θα έχαναν αν αποβιβάζονταν από το άρμα του εμπορίου για να μας δώσουν λίγο πολιτισμό. Αλλά επιλέγουν το μηδενικό ρίσκο για “δημοφιλία”, προτιμώντας να ενταχθούν σε ένα μεγαλύτερο πανίσχυρο σύστημα. Και μας φέρνουν τα σκουπίδια στην πόρτα μας. Εμείς που σαν λαός υποτίθεται ότι είμαστε περήφανοι και ανυπόταχτοι σε οποιονδήποτε θέλει να μας επιβληθεί, έχουμε πέσει σαν ώριμο φρούτο, στα νύχια της προκατασκευασμένης για κατανάλωση τέχνης και των εμπόρων που την παρασκευάζουν και την διακινούν. Όποιος τολμά να αντισταθεί, υποβιβάζεται στα πλαίσια του αφελούς και του γραφικού. Το μέγα άλλα κατευθυνόμενο πλήθος αποφασίζει για το πού θα τραβήξουμε και ας φωνάζουν οι λίγοι πως πάμε για τον γκρεμό.

“Κάτσε ρε φίλε” θα πουν κάποιοι. “Ακόμη και αν είναι έτσι τα πράγματα, τι έγινε δηλαδή; την βολή μας την έχουμε και τίποτα σπουδαίο δεν διακυβεύεται”. Θα διαφωνήσω κάθετα! Θα επανέλθω όμως με μελλοντικό άρθρο πάνω σε αυτό το θέμα. Για την ώρα θα παραθέσω απόσπασμα από το ίδιο κείμενο του Τεοντόρ Αντόρνο και θα παρακαλούσα τους φίλους αναγνώστες να το προσέξουν ιδιαίτερα:

«Διασκεδάζω σημαίνει λέω ναι, είμαι σύμφωνος. Αυτό δεν είναι δυνατό παρά μόνο όταν απομονώσει κανείς τη διασκέδαση από το σύνολο της κοινωνικής διαδικασίας, όταν την αποκτηνώσει θυσιάζοντας από την αρχή την αξίωση που έχει κάθε έργο, ακόμη και το πιο ασήμαντο, να αντανακλά, μέσα στο όριά του,το όλο. Διασκεδάζω σημαίνει πάντα: δεν σκέφτομαι τίποτε, ξεχνώ τον πόνο ακόμη κι όταν δείχνεται. Κατά βάθος η διασκέδαση είναι μια μορφή αδυναμίας. Είναι πράγματι μια φυγή αλλά όχι, όπως λένε, μια φυγή από την θλιβερή πραγματικότητα. Αντίθετα, είναι μια φυγή από την τελευταία θέληση για αντίσταση, την οποία μπορεί ακόμη να δώσει στον καθένα αυτή η πραγματικότητα. Η απελευθέρωση,την οποία υπόσχεται η διασκέδαση, είναι απελευθέρωση από την σκέψη και από την άρνηση. Η αδιαντροπιά της ρητορικής ερώτησης “τι θέλουν οι άνθρωποι;” έγκειται στο γεγονός ότι απευθύνεται σ’ εκείνους ακριβώς τους ανθρώπους που πρόκειται να χάσουν προοδευτικά την ατομικότητά τους, την ικανότητά τους να σκέφτονται.»

Σάββατο 5 Δεκεμβρίου 2009

“Η πατρίδα σου η γελοία…”

Tου Παναγιώτη Λευθέρη

Αντιγράφω από την ηλεκτρονική σελίδα ειδήσεων του in.gr στις 28-10:
«Την κατάργηση των μαθητικών παρελάσεων εισηγούνται με ερώτησή τους προς την υπουργό Παιδείας, 'ΑνναΑννα Διαμαντοπούλου δύο βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ, ο Γρηγόρης Ψαριανός και ο Τάσος Κουράκης. Όπως τονίζουν, το έθιμο των μαθητικών παρελάσεων «καθιερώθηκε στη χώρα επί Μεταξά, αναζωογονήθηκε επί Χούντας και συνεχίζεται μέχρι σήμερα ως κατάλοιπο μιας άλλης εποχής χωρίς να προσφέρει τίποτα το ουσιαστικό στη σημερινή, σύγχρονη εκπαιδευτική και μαθησιακή διαδικασία». Προσθέτουν μάλιστα ότι οι μαθητικές παρελάσεις «έρχονται σε πλήρη αντίθεση με τις σύγχρονες παιδαγωγικές αντιλήψεις που αντίκεινται στην “στρατικοποίηση'”των μαθητών». Όπως τονίζουν οι δύο βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ υπάρχουν πιο αποτελεσματικοί τρόποι για να καλλιεργηθεί η ιστορική μνήμη και για να εμβαθύνουν οι μαθητές στο νόημα των ιστορικών γεγονότων.«Ολόκληρη η μαθητική κοινότητα μπορεί να πραγματοποιεί εκδηλώσεις πολιτιστικού περιεχομένου μέσα στον χώρο του σχολείου και έτσι οι μαθητές με ποικίλες δράσεις βιωματικού χαρακτήρα να έρθουν σε άμεση επαφή με το ιστορικό παρελθόν, ώστε να καλλιεργηθεί η ιστορική τους μνήμη».

Επίσης αντιγράφω από άρθρο του Στέφανου Κασιμάτη στις 27-10 στην Καθημερινή:
“Από τις ουκ ολίγες εθνικές επετείους στο ημερολόγιό μας, η 28η Οκτωβρίου είναι εκείνη που φανερώνει καλύτερα τη νεοελληνική ιδιαιτερότητα. Τι γιορτάζουμε αύριο; Την απώθηση της εισβολής των Ιταλών το 1940. Κατά συνέπεια, δηλαδή, γιορτάζουμε την είσοδο της χώρας στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και, συγχρόνως, στην τραγικότερη δεκαετία της ιστορίας μας τον εικοστό αιώνα, το κόστος της οποίας ακόμη πληρώνουμε. Ενώ, κατά κανόνα, στις περισσότερες χώρες γιορτάζουν είτε το τέλος του πολέμου είτε την απελευθέρωσή τους από τις δυνάμεις του Άξονα, εμείς επιλέγουμε να γιορτάζουμε την έναρξη της εμπλοκής μας στον πόλεμο, επειδή σημαδεύτηκε από μία αναπάντεχη ελληνική νίκη. Άλλωστε, ο Ιωάννης Μεταξάς, στη συνάντηση του με τον Ιταλό πρεσβευτή ποτέ δεν εξεστόμισε το θρυλικό «όχι». Ως άνθρωπος που καταλάβαινε άριστα τις διεθνείς σχέσεις και είχε επίγνωση των γενικότερων επιπτώσεων που θα είχε η ιταλική εισβολή στην πορεία της χώρας, αρκέστηκε να πει στα γαλλικά: «Alors, c’ est la guerre». Ώστε λοιπόν, ο πόλεμος...”

Θα ήθελα να σχολιάσω τις παραπάνω θέσεις σε σχέση με τον εορτασμό των εθνικών επετείων στα Κύθηρα. Γεγονός είναι ότι απολύτως τίποτα δεν έχει αλλάξει στον τρόπο που εορτάζονται αυτές οι επέτειοι από την εποχή που ήμουν μαθητής πριν από 25 και βάλε χρόνια. Πιθανότατα να μην έχει αλλάξει τίποτα και από την εποχή που ήταν οι γονείς μου μαθητές. Επειδή όμως οι αλλαγές στην κοινωνία από τότε, είναι καταιγιστικές και καθοριστικές για τις συνήθειες και τον τρόπο ζωής και σκέψης, είναι δίκαιο νομίζω να αναρωτιέμαι, πως είναι δυνατόν αυτές οι επέτειοι που υποτίθεται ότι την αφορούν άμεσα, ως εορτές μνήμης, να επαναλαμβάνονται πανομοιότυπες χρόνο με το χρόνο, λες και είναι βουτηγμένες στην φορμόλη, χωρίς την αντίστοιχη ανανέωση που θα απαιτούσε κάθε ζωντανή κοινωνική διαδικασία. Και είναι δίκαιο επίσης να αναρωτιέμαι μήπως στερούνται πια παντελώς νοήματος, παρά τις περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις του “πανηγυρικού της ημέρας”, για να μην πω ότι “φαιδροποιούν” κάποια γεγονότα που θα άξιζαν καλύτερης αντιμετώπισης και μνείας. Γιατί η παρακμή αυτή δεν αφορά τα γεγονότα που υποτίθεται ότι εορτάζουμε άλλα εμάς, την σημερινή Ελληνική (και Κυθηραϊκή) κοινωνία που είμαστε ανίκανοι να αφουγκραστούμε το παρελθόν, να το συνδέσουμε δημιουργικά και κριτικά με το παρών ώστε να προκύψει κάτι ζωντανό για την συλλογική μας μνήμη, κάτι ωφέλιμο για το μέλλον μας και των παιδιών μας.

Και όλα αυτά ίσως να μην με απασχολούσαν καθόλου αν δεν υπήρχε το γεγονός ότι το “μπαλάκι” για την διεκπεραίωση αυτών των επετείων το έχουμε “ρίξει” στα σχολεία, στους μαθητές και τους δασκάλους, στους χώρους που προετοιμάζουν το αύριο της κοινωνίας μας. Και τι διδάσκονται άραγε τα παιδιά από αυτές τις γιορτές που τους στερούν ώρες μαθημάτων για να μάθουν να κάνουν “εν - δύο” στην πλατεία; Ποιο το όφελος από τον κόπο των δασκάλων που καλούνται να διακόψουν την διδασκαλία της απαιτητικής ύλης για να στήσουν πανηγυράκια με τσολιάδες; Αν κρίνω από την βαρεμάρα και την αδιαφορία στα πρόσωπα των παιδιών ιδιαίτερα στο Γυμνάσιο και το Λύκειο όπου το επίπεδο του εορτασμού μάλλον υποτιμά την νοημοσύνη τους, και το άγχος των δασκάλων που καλούνται να φέρουν σε πέρας κάτι τόσο ξένο προς αυτά που σπούδασαν, το όφελος δεν είναι κανένα. Δυστυχώς, νομίζω ότι αντιθέτως, θα μπορούσαν να υπάρχουν βλαπτικές συνέπειες για το τρυφερό μυαλό των παιδιών μας.

Πρώτα η εμμονή να εορτάζουμε τα γεγονότα, λες και δεν έχει μεσολαβήσει ούτε μια μέρα από τότε που συνέβησαν, έχει ως αποτέλεσμα να διδάσκεται η μισαλλοδοξία. Τραγουδούν τα παιδιά μας: “Ιταλία, η πατρίδα σου η γελοία” . Άντε να εξηγήσω εγώ στο γιο μου που πάει πρώτη τάξη ότι η Ιταλία δεν είναι μια χώρα “γελοία” άλλα μια κοινοτική εταίρος με πολλούς επισκέπτες στην Ελλάδα και εν πάση περιπτώσει ότι καμιά χώρα δεν μπορεί να χαρακτηρίζεται “γελοία”. Μετά η αναφορά στο “Αλβανικό μέτωπο” που κάνει πολλούς μικρούς Έλληνες και Αλβανούς στην τάξη να νομίζουν ότι τότε πολεμούσαν οι Έλληνες με τος Αλβανούς. Άλλα και γενικά η έλλειψη σεβασμού προς όλα τα παιδιά μεταναστών στα σχολεία μας (το μισό τους δυναμικό) όπου ο τρόπος με τον οποίο γίνεται αναφορά στον “πατριωτισμό” μπορεί να είναι προσβλητικός ή και εχθρικός προς την κουλτούρα τους. Μια υγιής κοινωνία δεν υποχρεώνει τα νέα της μέλη να ασπαστούν κάποιες αρχές με πλύση εγκεφάλου άλλα τα εμπνέει με τα επιχειρήματα, το συναίσθημα και τη λογική. Τέλος, αυτή η εικόνα του αιμοδιψή Τούρκου με το χαντζάρι, που μας “δυνάστευσε” και μας δυναστεύει ,αναρωτιέμαι αν συνεισφέρει στην επίτευξη μιας οριστικής φιλίας στην γειτονιά μας και εξαφάνιση της κάθε πιθανότητας πολέμου.
Μετά έχουμε τον παρωχημένο τρόπο με τον οποίο διδάσκουν αυτές οι εορτές την έννοια “πόλεμος” στα παιδιά. Εξάγεται το συμπέρασμα ότι το πόλεμος είναι μια ευκαιρία να γίνουν ήρωες σαν τους προγόνους τους άρα είναι κάτι απλό και καλό. Οι εορτές μας αντί να διδάσκουν την φρίκη του πολέμου ως όφειλαν και όπως γίνεται σε όλο τον πολιτισμένο κόσμο είναι κατά βάση "φιλοπολεμικές". Γιορτές για να αυτο-υμνηθούμε και να δοξάσουμε τη φάρα μας άλλα χωρίς ουσιαστικό διδακτικό περιεχόμενο προς όφελος του σήμερα και του αύριο. Και σίγουρα όχι από πρόθεση άλλα πάλι επειδή κανείς δεν ενδιαφέρεται να αλλάξει κάτι. Είμαι σίγουρος ότι κάποιοι θα πουν ότι όλα αυτά συνεισφέρουν προς όφελος μιας εθνικής εγρήγορσης σε περίπτωση πολεμικής σύρραξης. Η απάντηση είναι ότι εκτός και αν πιστεύουν ότι ο πόλεμος θα ξεσπάσει αύριο, το καθήκον της εκπαίδευσης είναι να διδάσκει την ειρήνη. Αν όμως έλθει αναπόφευκτα, όλοι μας είμαστε αρκετά πατριώτες για να κάνουμε αυτό που πρέπει, χωρίς ανεγκέφαλες διδαχές και κιτς εορτολόγια.

Καταλαβαίνω ότι στα Κύθηρα οι εορτές αυτές είναι μια ευκαιρία για “φανούν” προς τα έξω τα σχολεία μας και να “θαυμάσουν” οι γονείς τα παιδιά τους. Σωστό! Αλλά δεν μπορεί να γίνει αυτό με κάποιο άλλο τρόπο;

Ο Πανάρετος της Παιδείας

Του Παναγιώτη Λευθέρη

Ήταν Τετάρτη ή Πέμπτη όταν έλαβα το μήνυμα του Σταύρου να έχω έτοιμο το άρθρο μέχρι την Δευτέρα το αργότερο. Από μέρες είχα στο μυαλό μου την ιδέα, και ετοιμαζόμουν να γράψω κάτι για την προβληματική σχέση του πολίτη με το κράτος. Μια εχθρική μάλλον σχέση που χαρακτηρίζεται από αμοιβαία έλλειψη εμπιστοσύνης. Ίσως τις σκέψεις αυτές να είχε ενεργοποιήσει και το μότο του νέου πρωθυπουργού «πρώτα ο πολίτης». Σκεπτόμουν ότι είναι προφανές ότι πρώτη προτεραιότητα των κρατούντων θα πρέπει να είναι ο πολίτης, άρα για να το αναφέρει ως προεκλογικό σύνθημα, παραδέχεται ο νέος πρωθυπουργός, ότι κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει στην πραγματικότητα. Ότι δηλαδή, η βελτίωση των συνθηκών ζωής του μέσου πολίτη, ΔΕΝ ήταν ποτέ μέχρι τώρα πρώτη προτεραιότητα του κράτους. Ποια ήταν πρώτη προτεραιότητα; Μάλλον η διατήρηση των ισορροπιών εκείνων που τρέφουν το τέρας της απρόσωπης γραφειοκρατίας. Γιατί σε αυτή την χώρα έχουμε συνηθίσει να συναλλασσόμαστε με ένα κράτος χωρίς πρόσωπο και χωρίς κοινή λογική. Και κανένα προεκλογικό σύνθημα δεν θα ήταν ικανό να με κάνει να πιστέψω ότι κάτι θα μπορούσε να αλλάξει σε σχέση με αυτό.
Να όμως που την Παρασκευή το βράδυ, όπου βρέθηκα να παρακολουθώ τη δημόσια συζήτηση με το νέο Τσιριγώτη υφυπουργό παιδείας κ. Πανάρετο η ελπίδα ξαναγεννήθηκε μέσα μου. Ξαφνικά το κράτος απέκτησε ένα πολύ φιλικό και ελκυστικό πρόσωπο. Και έτσι αποφάσισα να αλλάξω το άρθρο και να το αφιερώσω σε αυτή την πρωτόγνωρη εμπειρία.

Οι προσδοκίες που με έσπρωξαν να παρευρεθώ σε αυτή τη συζήτηση ήταν από την αρχή υψηλές: Ουάου! Ένας υφυπουργός παιδείας στα Κύθηρα! Και μάλιστα Τσιριγώτης! Θα του πούμε για τα σχολεία! Θα μας τα φτιάξει αύριο! Ποτέ άλλοτε δεν κατορθώσαμε να εκφράσουμε τα προβλήματά μας τόσο κοντά στην λήψη αποφάσεων. Και όχι τα οποιαδήποτε προβλήματα. Είναι αυτά που αφορούν τα παιδιά μας. Είναι αυτά που, πολλές φορές, μας κάνουν να νοιώθουμε ανασφαλείς που τα μεγαλώνουμε στα Κύθηρα.

Κάτι που δεν γνώριζα ήταν ότι ο κ. Γιάννης Πανάρετος μεγάλωσε στον Ποταμό και έχει παρακολουθήσει στα Κύθηρα όλες τις βαθμίδες εκπαίδευσης. Αυτό ενίσχυσε ακόμη περισσότερο την αίσθηση ότι ο υπουργός «είναι ένας από εμάς» και ξέρει τα προβλήματά μας καλύτερα από τον καθένα. Αυτό εξήγησε, εν μέρει, και το ζήλο του να έλθει με το ξεκίνημα των καθηκόντων του στα Κύθηρα. Τι ποιο φυσιολογικό για έναν πολιτικό (όπως και για έναν καλλιτέχνη) να θέλει να επικοινωνήσει, πρώτα απ' όλα, με την κοινωνία στην οποία μεγάλωσε. Στα σημερινά Κύθηρα όμως ο κ. Πανάρετος δεν ήταν ευρέως γνωστός. Αυτό ίσως οφείλεται στο γεγονός ότι φαίνεται να είναι ένας άνθρωπος χαμηλού προφίλ, άνθρωπος της σκέψης και της δουλειάς και όχι της αυτοπροβολής. Πολλοί από αυτούς που πήραν τον λόγο απέναντί του έμοιαζαν πιο πολύ με πολιτικούς απ' ότι ο εκείνος. Ο κ. Πανάρετος δεν είναι πολιτικός και ούτε θέλει να δείχνει τέτοιος. Προτίμησε να φανεί ως ήπιος τεχνοκράτης ο οποίος γνωρίζει το αντικείμενό του, έχει όραμα και μπορεί να δώσει λύσεις στα πιο δύσκολα και χρονίζοντα προβλήματα. Πιο πολύ απ' όλα όμως φάνηκε η έννοια του να ακούσει τι έχει να του πει η μικρή μας κοινωνία σε επίπεδο βάσης. Αυτός ήταν και ο λόγος που απέκλεισε τις ομιλίες και τις προσφωνήσεις από την αρχή της εκδήλωσης ώστε να μπει κατ’ ευθείαν στο θέμα και να μην κουραστεί ο κόσμος. Κάτι τόσο απλό στη σύλληψη και τόσο σπάνιο στην εφαρμογή από αυτούς που πολιτεύονται στα Κύθηρα οι οποίοι δίνουν την εντύπωση ότι πρώτα τους ενδιαφέρει η δική τους προβολή (για τους ψήφους) και μετά να ακούσουν τον λαό. Σκέφτηκα ότι έπρεπε να έλθει ο κ. Πανάρετος για να μας θυμίσει ότι ένα από τα καθήκοντα αυτών που μας κυβερνούν είναι να πυροδοτούν δημόσια συζήτηση και να διατηρούν φυσική παρουσία ανάμεσα στους πολίτες. Γιατί δημόσια συζήτηση στην Ελλάδα γίνεται μόνο μέσα από το προβληματικό μέσο της τηλεόρασης η οποία με την αισθητική της αλλά και με τα φίλτρα τα οποία διαθέτει καθιστά τον πολίτη παθητικό δέκτη. Και δεν πιστεύω επίσης ότι οι κομματικές εκδηλώσεις είναι πεδία ουσιαστικής δημόσιας συζήτησης.

Δεν ήταν εύκολο αυτό που έκανε ο κ. Πανάρετος να εκτεθεί μπροστά στους πολίτες. Αυτό που κάνουν συνήθως οι κρατούντες είναι να εκτίθενται μόνο μέσα σε προστατευμένους κομματικούς ή βουλευτικούς χώρους η έστω σε λιγότερο προστατευμένους δημοσιογραφικούς. Μπροστά στον πολίτη όμως ο κυβερνών είναι «γυμνός».Το πιο εύκολο πράγμα που θα μπορούσε να κάνει για να προστατευτεί θα ήταν να αρχίσει τις πλάνες υποσχέσεις. Αυτός όμως ούτε σχολικά κτίρια μας έταξε ούτε μαγικές λύσεις. Αλλά για κάποιο λόγο όλοι στην αίθουσα πείστηκαν πιο πολύ από ποτέ, ότι θα κάνει το καλύτερο δυνατό. Γιατί για πρώτη φορά συνομιλούσαν για το θέμα με πρόσωπο και όχι με απρόσωπους φορείς λήψης αποφάσεων. Γιατί το πρόσωπο με το οποίο μιλούσαν έδειξε να γνωρίζει σε βάθος το αντικείμενό του, που πάει πολύ πιο πέρα από την κατασκευή κτιρίων. Μας έπεισε ότι το πρόβλημα δεν είναι μόνο τα κτίρια αλλά η αντικατάσταση ενός πεπαλαιωμένου συστήματος εκπαίδευσης που βασίζεται στο «φύτεμα» της γνώσης από τον δάσκαλο στο μυαλό του μαθητή, αντί να προάγει την κριτική σκέψη,την συνεργασία και τις άλλες εκείνες συνθήκες που θα βοηθούσαν τον μαθητή να ανακαλύψει μόνος του την γνώση.

Ο κ. Πανάρετος φάνηκε να έχει όλες εκείνες τις αρετές που χρειάζεται κάποιος για την υψηλή θέση την οποία κατέχει. Μας έδωσε την εντύπωση δε, ότι αν δεν τα καταφέρει και αυτός στην δύσκολη αποστολή την οποία ανέλαβε, δεν θα τα καταφέρει κανείς.

Οι θόρυβοι του καλοκαιριού

Του Παναγιώτη Λευθέρη
 
Έφυγε και αυτό το καλοκαίρι και κανένα από τα μαύρα σύννεφα που προμηνύονταν για τον τουρισμό μας, ευτυχώς δεν έκανε την εμφάνισή του στα Κύθηρα.
Οι ορδές τουριστών κατέφθασαν όπως πάντα τον μήνα Αύγουστο και εκτός από την συνηθισμένη γκρίνια μερικών, οι επιχειρηματίες μας εμφανίζονται ευχαριστημένοι. Φαίνεται ότι ο τουρίστας στα Κύθηρα δεν αρνείται να πληρώσει ακόμη και τσουχτερό αντίτιμο  για την φιλοξενία και το φαγητό του  αρκεί οι υπηρεσίες να είναι αντίστοιχες αυτού που δίνει. Αλλιώς του χρόνου θα πάει σε άλλο νησί η και σε άλλη χώρα. Βέβαια τα Κύθηρα έχουν ένα μεγάλο και αξεπέραστο πλεονέκτημα. Την πανέμορφη και αμόλυντη φύση τους. Αυτό το χαρτί κινδυνεύουμε να το κάψουμε στον βωμό της ανάπτυξης. Άλλα για αυτό το θέμα έχουμε μιλήσει και θα ξαναμιλήσουμε στο μέλλον.
           
Είναι όμως ακόμη δύο κατηγορίες πραγμάτων που ζητούν οι τουρίστες από τον τόπο διακοπών τους. Πρώτα Ηρεμία – ησυχία  και μετά ψυχαγωγία – διασκέδαση. Άλλοι επιζητούν το ένα, άλλοι το άλλο, άλλοι και τα δύο σε διαφορετικές ώρες της ημέρας. Οι υποδομές του νησιού μας οφείλουν να τα παρέχουν και τα δύο, όχι μόνο στους τουρίστες αλλά και σε εμάς τους ντόπιους. Το πρόβλημα είναι ότι πάρα πολλές φορές το ένα υπονομεύει το άλλο. Ησυχία και διασκέδαση τις περισσότερες φορές, αποτυγχάνουν να συνυπάρξουν. Και αυτό γιατί όπου διασκεδάζει κόσμος υπάρχει θόρυβος. Μερικές φορές αυτό είναι αναπόφευκτο. Τις περισσότερες όμως φορές, κατά τη γνώμη μου, πολλοί θόρυβοι του καλοκαιριού θα μπορούσαν να ελεγχθούν αν είχαμε συνείδηση του προβλήματος. Ένα πρόβλημα που επειδή δεν είναι ορατό δεν του δίνουμε την πρέπουσα σημασία. Ένα παράδειγμα: η χρήση ηχογραφημένης μουσικής στα εστιατόρια. Κανένας από εμάς που βγαίνουμε έξω να φάμε δεν πάμε και για να ακούσουμε μουσική. Όλα τα μαγαζιά όμως ανεξαιρέτως, ταβέρνες, ζαχαροπλαστεία, καφέ, κρεπερί, ουζάδικα και καντίνες απάτητων μέχρι πρόσφατα παραλιών έχουν ένα ηχείο δίπλα στα αυτιά μας  να “τσιρίζει” άσματα ποικίλου ύψους και ήθους, και όπως ο ήχος τους ανακατεύεται με τον ήχο των μαχαιροπίρουνων  και των συνομιλιών των συνδαιτυμόνων, παράγεται ένας τοξικός θόρυβος τόσο για τα νεύρα  αυτών που τρώνε όσο και αυτών που κάνουν την βόλτα τους η μένουν πιο δίπλα. Την μουσική σίγουρα δεν την παρακολουθεί κανείς, τον θόρυβο όμως τον αντιλαμβάνονται όλοι, πολλές φορές όχι άμεσα, αλλά από τον εκνευρισμό και την ένταση που τους προκαλεί. Κατανοώ τα μαγαζιά  τα οποία ουσιαστικά “πουλάνε” μουσική για να τραβήξουν πελάτες, αλλά καθόλου αυτά όπου οι υπηρεσίες τους στοχεύουν μόνο στο φαγητό  η το γλυκό και την εξυπηρέτηση. Τι πιο όμορφο θα ήταν, να τρως η να πίνεις τον καφέ σου δίπλα στην θάλασσα και να μπορείς να ακούσεις τον ήχο των κυμάτων. Αντί’ αυτού θα πρέπει να ακούς πολλές φορές εντελώς ακατάλληλες για την περίσταση μουσικές, όπου θα ταίριαζαν ίσως σε βραδινά νυχτερινά κέντρα της Αθήνας, όπου σπάνε πιάτα και ρίχνουν γαρίφαλα στο κεφάλι της αοιδού, αλλά καθόλου για ένα ρομαντικό δείπνο δίπλα στην θάλασσα. Η ένταση δε της μουσικής και η ανάμειξή  της με την μουσική του διπλανού καταστήματος κάνουν και τους πελάτες να υψώνουν την ένταση  της φωνής τους για να μπορούν να συνομιλήσουν. Πρόκειται για έναν άλλης μορφής ρύπο όπου μπορεί να μην φαίνεται η να μην μυρίζει άσχημα, αλλά  όμως, όταν τον βιώνουμε καθημερινά, μειώνει εξίσου την ποιότητα της ζωής μας. Δεν είναι σωστό  πολλοί τουρίστες αλλά και ντόπιοι να αναζητούμε με αγωνία μια ήσυχη γωνιά για να φάμε η να πιούμε ένα καφέ στα Κύθηρα. Όλα αυτά λέγονται όχι από διάθεση γκρίνιας αλλά για να προλάβουμε το χειρότερο. Όποιος έχει επισκεφτεί νησιά τουριστικότερα των Κυθήρων μπορεί να καταλάβει τι εννοώ.

Άλλο θορυβώδες πρόβλημα: τα αυτοκίνητα. Ο αριθμός τους τον Αύγουστο ξεπερνά τον αριθμό που μπορεί να εξυπηρετήσει το οδικό μας δίκτυο. Ειδικά μέσα στα χωριά το πρόβλημα μεγεθύνεται πολύ. Νομίζω ότι αυτός ο “κατακλυσμός”  αυτοκινήτων (και ο θόρυβος που τα συνοδεύει) είναι το πιο αντιαισθητικό από τα προβλήματα που καλούνται να αντιμετωπίσουν οι αρχές και οι κάτοικοι τον Αύγουστο, αλλά, κατά την γνώμη μου, πολύ πιο εύκολο να λυθεί από άλλα πολύ μεγάλα προβλήματα, όπως είναι τα σκουπίδια, η διαχείριση των λημμάτων και η επαρκής παροχή νερού στους οικισμούς και τις τουριστικές  εγκαταστάσεις. Η διακοπή κυκλοφορίας αυτοκινήτων μέσα στα χωριά, όπως εφαρμόζεται στο Καψάλι, στον Αυλαίμονα και στην Χώρα πρέπει να διευρυνθεί και σε χωριά όπως η Αγία Πελαγία, ο Ποταμός και το Λιβάδι. Αφού ζούμε στην εποχή των δημοσίων έργων,  κατά την γνώμη μου πάντα, προτεραιότητες θα έπρεπε να είναι οι κατασκευές περιφερειακώνν δρόμων και πάρκινγκ σε Αγία Πελαγία και Λιβάδι, η κατασκευή πάρκινγκ στο Καψάλι και τέλος, τρόπος να μπαίνουν τα αυτοκίνητα στο Πάρκινγκ του Ποταμού, χωρίς να περνάνε μέσααπόο το χωριό. Μου έτυχε να κάνω μέχρι και πέντε συνεχείς αποτυχημένες προσπάθειες εξόδου από το πάρκινγκ του Ποταμού, επειδή άλλα οχήματα προσπαθούσαν να μπουν σε αυτό και επειδή άλλα οχήματα, παράνομα, είχαν παρκάρει στην είσοδό του. Νομίζω ότι αυτή η μορφή οδικού χάους δεν μας αξίζει. Και όπως έχει αποδειχθεί επανειλημμένα σε όλη την Ελλάδα και στα Κύθηρα, σε όσους δρόμους πεζοδρομήθηκαν, τα μαγαζιά που ήταν εκεί ωφελήθηκαν. Γιατί όλοι θέλουμε να μένουμε όσο το δυνατόν πιο μακριά από τον θόρυβο. Πόσο μάλλον στις διακοπές μας.

Σχολεία, ανεμογεννήτριες και ξερό ψωμί…

Του Παναγιώτη Λευθέρη
 
Δύο ολοσέλιδα και πολύ ενδιαφέροντα άρθρα στο προηγούμενο φύλλο της εφημερίδας “Κυθηραϊκά Κύματα” μου έδειξαν ξεκάθαρα ότι ο προβληματισμός και η αγωνία για τα θέματα των δημοτικών σχολείων και την εγκατάσταση των ανεμογεννητριών στα Κύθηρα καλά κρατούν και δεν πρόκειται να κοπάσουν σύντομα.
Το πρώτο από αυτά  είχε τον τίτλο “Θέσεις για το θέμα της Αιολικής Ενέργειας” και γράφτηκε από τον αξιόλογο Κυθήριο επιστήμονα Θοδωρή Κομηνό, ο οποίος ασχολείται με θέματα περιβάλλοντος τα τελευταία 20 χρόνια, γυρίζοντας όλη την Ελλάδα  ως μέλος κορυφαίων Ελληνικών περιβαλλοντολογικών οργανώσεων. Το άρθρο  κάλυψε το θέμα της εγκατάστασης αιολικών πάρκων στην Ελλάδα από πολλές πλευρές καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι στο όνομα της προστασίας του περιβάλλοντος  τείνει να συντελεστεί ένα έγκλημα σε βάρος της φυσικής ομορφιάς και της πολιτιστικής κληρονομιάς  του τόπου μας. Σε βάρος δηλαδή  ότι πιο σπουδαίου έχουμε στα Κύθηρα και αυτού ακριβώς που διαφημίζουμε για να προσελκύσουμε τουρίστες και αγοραστές περιουσιών. Γιατί ποιος θα έλθει για παράδειγμα να αγοράσει γη η σπίτι στα Κύθηρα έχοντας πάνω από το κεφάλι του, η έστω κοντά του, 150 -  200  πύργους,  ύψους 160 μέτρων ο καθένας. Όποιος ζει στα Κύθηρα  και δεν έχει πάει μια βόλτα στο Σταβλί, στο Γερακάρι, στον Ορθόλιθο και σε όλες τις παρθένες περιοχές που συζητούνται για την εγκατάσταση των μεταλλικών πύργων δεν μπορεί να καταλάβει τι θυσιάζει το νησί στον βωμό της “προστασίας του περιβάλλοντος” . Οι τόνοι τσιμέντου που πρέπει να χυθούν και οι τεράστιοι δρόμοι που πρέπει να κατασκευαστούν πάνω από μικρά συνάμπελα, λόφους και λαγκαδιές  θα αλλάξουν το Τσιρίγο που ξέρουμε για πάντα. Το Τσιρίγο του μικρού αμπελιού, του μικρού μονοπατιού, του μικρού ελαιώνα  πρέπει τώρα να συγκατοικεί με μιας άλλης κλίμακας ανθρώπινα κατασκευάσματα και πρέπει να “διακορευτεί” από τεράστιες ποσότητες οικοδομικών υλικών χυμένες στα πιο παρθένα σημεία του.  Τα παιδιά μας θα κληρονομήσουν το τοπίο αυτό, συντροφιά με μεταλλικούς γίγαντες και πυλώνες υψηλής τάσης. Σε όποιον υποστηρίζει ότι το Τσιρίγο πρέπει να πληρώσει αυτό το τίμημα προσχάρην του γενικού οφέλους ο Θοδωρής Κομηνός στο άρθρο του δίνει την απάντηση. Μας λέει ότι αν η πολιτεία θέλει πραγματικά να δράσει προς όφελος του περιβάλλοντος  χρησιμοποιώντας τις εναλλακτικές μορφές ενέργειας πρέπει να χαράξει άλλη πολιτική. Αντί  να πετάει την πρωτοβουλία στις δυνάμεις της κερδοσκοπίας, που τίποτα δεν μπορεί να τους σταθεί εμπόδιο, ούτε νοιάζονται πραγματικά για το περιβάλλον η την αισθητική, να δημιουργήσει κίνητρα και σχεδιασμό ώστε  κάθε μέρος σαν τα Κύθηρα να γίνεται ενεργειακά αυτόνομο και όχι εργοστάσιο παραγωγής πλούτου προς σπατάλη  των πολυπληθέστερων περιοχών. Και όταν όλη η Ευρώπη προσανατολίζεται πια στην εγκατάσταση μικρότερων μονάδων ή  περιορισμένων μακριά στην θάλασσα εμείς να ακούσουμε την εμπειρία τους και όχι να πράξουμε  τετελεσμένα σε βάρος της ποιότητας της ζωής των πολιτών.

Το δεύτερο άρθρο με τίτλο “Η αλήθεια για το εξατάξιο δημοτικό σχολείο” είναι υπογεγραμμένο από τον Όμιλο Ενεργών Κυθηρίων Πολιτών και σίγουρα γραμμένο από τον αξιοσέβαστο Μανώλη Δαπόντε η “Σιγουρομανώλη” , άνθρωπο με τεράστια προσφορά στα κοινά των Κυθήρων τα τελευταία 50 χρόνια. Ο κ. Δαπόντες, μας  παρουσιάζει αναλυτικά  το ιστορικό του παρασκηνίου της ίδρυσης εξατάξιων δημοτικών σχολείων στο νησί με ένα τρόπο πραγματικά διαφωτιστικό και όπως κανείς δεν έχει μπει στον κόπο να το παρουσιάσει στον κόσμο,  από όσο γνωρίζω, μέχρι τώρα. Μας αποκαλύπτει τραγελαφικούς χειρισμούς της γραφειοκρατίας πάνω στο θέμα και δεν έχουμε λόγους να μην τον πιστέψουμε ξέροντας καλά τις αδυναμίες του τόπου μας. Αμφισβητήσιμα είναι κατά την γνώμη μου τα σημεία που υποστηρίζει ότι δύο άνθρωποι για λόγους αγάπης του χωριού τους (τοπικισμού όπως τον αναφέρει) προσπάθησαν και κατάφεραν να μπλοκάρουν την οικοδόμηση του νέου σχολείου στο δικό του αγαπημένο χωριό, παρότι το τελευταίο ήταν καταλληλότερο και αρχικά επιλεγμένο (για τους “ξένους” που πιθανόν να διαβάζουν το άρθρο αυτό,  η απόσταση από το Λιβάδι στη Χώρα είναι μικρότερη από 4 χιλιόμετρα). Είναι ξεκάθαρο κατά την γνώμη μου ότι δεν υπάρχει πολιτική βούληση για το χτίσιμο των σχολείων στα Κύθηρα. Διαφορετικά δεν θα είχαν περάσει 6 χρόνια από την ανακοίνωση της δημιουργίας τους χωρίς να έχει γίνει ουσιαστικά τίποτα. Ούτε θα λάβαιναν, οι αποφασίζοντες, τόσο σοβαρά υπόψιν τους τη γνώμη μας, για το πως και το πού, αλλά θα έπρατταν ως συνήθως πράττουν σε αντίστοιχα θέματα, όπως από το πού θα βάλουν την κολόνα της ΔΕΗ, μέχρι το που θα μπουν οι ανεμογεννήτριες. Χωρίς δηλαδή να μας ρωτήσουν. Είμαι της γνώμης λοιπόν ότι όσοι τροφοδοτούν “ενδοοικογενειακές” έριδες στο νησί, με αφορμή το αν θα χτιστεί το σχολείο “στο χωριό τους” η αν θα κλείσει το σχολείο “στο χωριό τους”, προσφέρουν δεκανίκι στους “αποφασίζοντες” για να μην αποφασίζουν, άρα προσφέρουν κακές υπηρεσίες, εν αγνοία τους, στον τόπο μας που είναι το Τσιρίγο.

Γιατί οι Τσιριγώτες δεν θέλουμε να βλέπουμε τα σχολεία μας να κλείνουν

Του Παναγιώτης Λευθέρη

Μεγάλωσα στον Ποταμό και πήγα σχολείο στο διθέσιο τότε Δηλαβέριο δημοτικό. Όταν με το καλό γίνουν τα νέα κτίρια που θα στεγάσουν τα σχολεία θα κλείσει και αυτό τις πόρτες του στους μαθητές. Όπως τα σχολεία του Καραβά, των Λογοθετιανίκων, των Αρωνιαδίκων, του Μυλοποτάμου, του Καλάμου, των Κοντολιανίκων και άλλων που ξεχνώ τώρα. Τα κτίρια μένουν εκεί σαν κάτι να περιμένουν. Για να μας θυμίζουν τα παιδικά μας χρόνια και το ότι “σωθήκανε” τα παιδιά. Σε ποιόν αρέσει αυτό το θέαμα; Σε κανέναν. Συμβολίζουν την παρακμή μας και την αποτυχία μας σαν κοινωνία. Μας γεμίζουν θλίψη. Πολλοί οικισμοί, όλοι με μια εκκλησία και ένα σχολείο στη μέση. Τα χτίσανε οι παππούδες μας γιατί στα χρόνια τους βοήθεια απέξω δεν είχανε. Και θέλανε το καλύτερο για τα παιδιά τους όπως και εμείς σήμερα. Ας μιλήσουμε λοιπόν για το σήμερα. Σήμερα φοβόμαστε. Σήμερα δεν εμπιστευόμαστε κανέναν. Ούτε καν αυτούς που ξέρουν. Μας λένε ότι πρέπει να κλείσουμε κάποια από τα σχολεία μας προσχάρην να λαβαίνουν καλύτερη εκπαίδευση τα παιδιά μας. Ότι θέλανε δηλαδή και οι παππούδες μας όταν τα έχτιζαν. Σήμερα όμως φοβόμαστε. Και θέλουμε να μείνουν τα πράγματα ως έχειν. Σαν τη στρουθοκάμηλο που χώνει το κεφάλι της στο χώμα όταν φοβάται. Έχω ένα παιδί και του χρόνου θα πάει σχολείο. Θέλω το καλύτερο γι’ αυτό και πιστεύω ότι το καλύτερο είναι αυτό που λένε αυτοί που ξέρουν. Αυτό λέει και η λογική. Καλύτερα ο δάσκαλος να έχει μια τάξη στην αίθουσα πάρα δύο η τρεις. Καλύτερα τα παιδάκια στην τάξη να είναι δεκαπέντε παρά τρία. Για να μάθουν να ζουν στον πραγματικό κόσμο και να συνεργάζονται. Έχω το δίλημμα, το παιδί μου να έχει καλύτερη εκπαίδευση η το κτίριο να μαραζώσει σαν και τ’άλλα. Είναι ψεύτικο το δίλημμα. Αλίμονο αν πρέπει να πληρώσουν τα παιδιά μας την δική μας αδυναμία να κρατήσουμε τους χώρους ανοιχτούς. Ανοιχτούς σαν χώρους μόρφωσης, τέχνης και πολιτισμού. (ζωντανού πολιτισμού, δικού μας και της καθημερινότητάς μας). Σαν χώρους συζήτησης και ανταλλαγής ιδεών που θα μας απάλλασσε από τις πολώσεις στις οποίες βουλιάξαμε με αφορμή κάθε σοβαρό θέμα που προέκυψε στο νησί τα τελευταία χρόνια. Για να συζητάμε, βρε αδερφέ, αντί να καταστρέφουμε τα μυαλά μας μπροστά στην τηλεόραση. Αυτό θα θέλανε οι παππούδες μας να κάνουμε με τα κτίρια αυτά σήμερα. Μπορεί οι ανάγκες και οι συνθήκες της παιδείας να άλλαξαν (πάντα αλλάζουν) αλλά οι ανάγκες για πολιτισμό και συζήτηση δεν σταματούν ποτέ. Προτείνω λοιπόν, κάθε πολιτιστικός σύλλογος στο νησί να “υιοθετήσει” και από ένα κλειστό σχολείο και να το ξαναζωντανέψει. Με την βοήθεια των αρχών. Με την βοήθεια αυτών που ξέρουν. Να γίνονται μαθήματα, προβολές, ομιλίες, συναυλίες, θέατρα, συζητήσεις και ότι άλλο. Να υπάρχουν βιβλία και κομπιούτερ και να είναι οι χώροι αυτοί, αφορμή και στέγη για να δημιουργούνται πάσης φύσεως ενδιαφερόντων ομάδες, λέσχες και δραστηριότητες. Γιατί οι χώροι που χτίστηκαν για τον πολιτισμό πρέπει να μείνουν στον πολιτισμό και να μην γίνουν μαγαζάκια η ερείπια. Θυμηθείτε την σχολή Μυλοποτάμου, ένα διαμάντι που κινδυνεύει να γίνει φάμπρικα. Εμείς οι ενήλικες έχουμε αυτό το χρέος σ’αυτούς που τα έχτισαν και στους εαυτούς μας. Και να μην ρίχνουμε το μπαλάκι στις πλάτες των παιδιών και στις ανάγκες τους για σωστή εκπαίδευση.

Φοβάστε την κριτική;

Του Παναγιώτη Λευθέρη

Παρακολουθώντας τον Κυθηραϊκό τύπο παρατηρώ μια αυξανόμενη τάση για κριτική, είτε πάνω στα πεπραγμένα των τοπικών αρχών είτε πάνω στον τρόπο ζωής, τις συνήθειες και τα αρνητικά χαρακτηριστικά της μικρής μας κοινωνίας. Σε αντίθεση με τον πανελλαδικό τύπο, όπου αυτή την δυνατότητα την έχουν μόνο οι δημοσιογράφοι, στο νησί μας, χάριν και του συνεχώς αυξανόμενου αριθμού εφημερίδων, ο κάθε πολίτης που το επιθυμεί μπορεί να ασκήσει γραπτώς κριτική, η οποία μάλιστα, μπορεί να είναι και σίγουρος, θα φτάσει οπωσδήποτε, μεταξύ άλλων, και στον φυσικό παραλήπτη της. Αν τολμήσεις να αγγίξεις με την κριτική σου κάποιες ευαίσθητες χορδές μπορείς να περιμένεις από τον θιγόμενο, η μια γραπτή απάντηση σε οξύ η και οργισμένο ύφος, η ακόμη και το κόψιμο της καλημέρας! Γιατί στην τοπική μας κλίμακα, κριτής και κρινόμενος θα «κουτουληθούν» μοιραία στον δρόμο, μπορεί και πάνω από μια φορά την ημέρα.

Η κριτική μπορεί να ξεκινά από απλά μικρά ζητήματα όπως το παράδειγμα που αλιεύω από αυτήν εδώ την εφημερίδα, όπου στο φύλλο Μαΐου, ελαφρώς αγανακτισμένη η μάλλον απογοητευμένη κάτοικος του νησιού διαμαρτύρεται για τον έντονο φωτισμό όπου τοποθετήθηκε πρόσφατα στους όρμους του νησιού, τον χαρακτηρίζει αντιαισθητικό και βλαπτικό για την εικόνα των επινείων του νησιού μας. Η απάντηση από τον υπεύθυνο του έργου έρχεται κιόλας στο επόμενο φύλλο και χαρακτηρίζεται από την ίδια αγανάκτηση η και απογοήτευση για την άδικη όπως θεωρεί κριτική που του ασκήθηκε. Αδυνατώντας μάλλον να διακρίνει αν η κριτική είναι καλοπροαίρετη και μήπως καλό θα ήταν να χαμηλώσει λίγο τα φώτα, προτιμά να πιστέψει ότι είναι αντιδραστική προς ένα σημαντικό έργο που έγινε προς όφελος των ψαράδων του νησιού μας, και όπου η πραγματοποίησή του χρόνιζε, άρα του άξιζε καλύτερη υποδοχή.

Υπάρχει όμως και άλλο είδος κριτικής, αυτή τη φορά για πολύ σημαντικά πράγματα όπως είναι οι βλαπτικές προς το κοινό συμφέρον νοοτροπίες και πράξεις. Το παράδειγμα εδώ το συναντάμε απροσδόκητα σε μια από τις εφημερίδες που βγαίνουν για να... διαφημίσουν τα Κύθηρα στους τουρίστες το καλοκαίρι. Σε ένα άρθρο γεμάτο απογοήτευση και πικρία, ξετυλίγεται, στην αγγλική μάλιστα γλώσσα, όλη η νοσηρότητα της θηραϊκής κοινωνίας, όπως την αντιλαμβάνεται ο(η) συγγραφέας του. Εδώ αμφιβάλω αν θα υπάρξει απάντηση, πρώτον γιατί η εν λόγω εφημερίδα θα ξαναβγεί του... χρόνου το καλοκαίρι και δεύτερον γιατί δεν υπάρχει άμεση στοχοποίηση για συγκεκριμένα πρόσωπα και πράξεις άρα κανείς άμεσα θιγόμενος. Οι θιγόμενοι θα μπορούσαν να είναι όλοι και κανένας, άρα η αντίδραση θα μπορούσε να είναι το ανώδυνο «καλά τα λες» και μετά η συνέχεια του ύπνου από το άλλο πλευρό...

Είναι όμως όλη αυτή η διαδικασία κριτικής, κάτι ωφέλιμο για την κυθηραϊκή κοινωνία και πως θα έπρεπε να γίνεται δεκτή από τους τοπικούς άρχοντες; Κατά την γνώμη μου η απάντηση στο πρώτο ερώτημα είναι απόλυτα θετική ενώ στο δεύτερο θα πρότεινα στους υπεύθυνους για τις αποφάσεις συμπατριώτες μας, να αφυπνίζονται και να βελτιώνονται από την (καλοπροαίρετη και μη) κριτική που τους γίνεται και όχι να εξαγριώνονται η να απογοητεύονται. Να μην ξεχνούμε ότι το νησί μας δεν φημίζεται για τους πολλούς ανθρώπους του, που τολμούν να στέκονται στο βήμα, και επώνυμα να υιοθετούν στάσεις η να καταγγέλλουν τα κακώς κείμενα όπως τα αντιλαμβάνονται. Αντιθέτως οι πιο συνηθισμένες επιλογές είναι είτε το ανώνυμο και ανεύθυνο ρίξιμο λάσπης είτε η σιωπηρή αποδοχή πραγμάτων που κανονικά θα έπρεπε να μας κάνουν να φωνάξουμε. Άρα ο ασκών επώνυμη και υπεύθυνη κριτική εκφράζεται έτσι γιατί διακατέχεται από έγνοια και αγωνία για το κοινό καλό. Ακόμη και η περίπτωση στην οποία, άτομο που διεκδικεί αξίωμα, κρίνει αυτόν που το έχει, δεν αποκλείει το προηγούμενο συμπέρασμα.

Σε όλα αυτά προσθέτω και το γεγονός ότι η κοινωνία μας χρειάζεται πάντα ανανέωση σε απόψεις και αισθητικές για να παραμένει υγιής. Ο αμφισβητίας είναι μέρος του «ανοσοποιητικού» της συστήματος. Και θέλω να θυμίσω ότι οι λίγοι «ξένοι» που ζουν μόνιμα στο νησί μπορεί να μοιάζουν πιο πολύ στα γούστα και στις προτιμήσεις τους με τους πολυπόθητους επισκέπτες – τουρίστες, από εμάς τους «ιθαγενείς». Άρα όταν πιστεύουν ότι πρέπει να... χαμηλώσουμε τα φώτα μας, να λαμβάνουμε σοβαρά υπόψιν την γνώμη τους και όχι να τους στέλνουμε για βραδινή βόλτα στο...δάσος στο Γερακάρι.

Περι Τέχνης στα Κύθηρα

Του Παναγιώτη Λευθέρη

Ζώντας μόνιμα στα Κύθηρα τα τελευταία επτά χρόνια, αυτό που κατάλαβα σχετικά με την καλλιτεχνική δραστηριότητα στο νησί είναι ότι οι περισσότεροι από εμάς αντιλαμβάνονται πολιτιστικά έγκυρο και συμμετέχουν μόνο σε ότι προβάλλεται από την τηλεόραση ή σε κάτι που έχει γίνει θεσμός τα τελευταία 30-40 χρόνια. Και ως γνωστόν η έλλειψη ανανέωσης δημιουργεί απενεργοποίηση, αφυδάτωση και ουδετεροποίηση σε κάθε καλλιτεχνική προσπάθεια.
Λίγο ενδιαφέρον υπάρχει για δημιουργία νέων αναβαθμισμένων θεσμών ή για καλλιτεχνική ενημέρωση και πολιτιστικές αλληλεπιδράσεις. Εμείς οι γονιοί, κατά κανόνα, δεν θα πάμε το παιδί μας να δει μια έκθεση ή να παρακολουθήσει μια συναυλία (όταν σπανιότατα συμβαίνουν) επειδή απλά δεν το θεωρούμε τόσο σημαντικό. Τα πράγματα είναι πολύ χειρότερα από πριν σαράντα χρόνια όπου παρά την απόλυτη έλλειψη ερεθισμάτων υπήρχαν διψασμένοι για γνώση και πολιτιστική δραστηριότητα πολίτες. Τώρα η βιομηχανία έτοιμων, χαμηλής ποιότητας καλλιτεχνικών ερεθισμάτων έχει γεμίσει τον χάρτη και σχεδόν κανείς δεν ψάχνει κάτι άλλο που να χρειάζεται την ελάχιστη προσπάθεια μύησης ή κατανόησης. Η κατάσταση στα σχολεία μας είναι ζοφερή. Εξαιρετικά μικρό ποσοστό μαθητών γνωρίζουν βασικές πληροφορίες όσον αφορά τον σύγχρονο πολιτισμό. Και δεν μιλώ μόνο για την λόγια τέχνη όπου χρειάζονται διαδικασίες διδαχής και μύησης. Μιλώ και για την ψυχαγωγική κουλτούρα της εποχής μας σχετικά με την οποία υπάρχει πλήρης άγνοια, για αυτά που συμβαίνουν στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Τα ελληνικά κανάλια μεταδίδουν μόνο γιουροβίζιον και χαμηλής ποιότητας σήριαλ με αποτέλεσμα τα παιδιά να νομίζουν ότι γνωρίζοντας αυτά, γνωρίζουν τα πάντα. Δεν υπάρχει αντίσταση ή άλλη πρόταση από πουθενά.

Υπεύθυνη για αυτή την κατάσταση είναι η κυριαρχία των μέσων μαζικής ενημέρωσης στην τέχνη και η δυσκολία της θεσμοθετημένης παιδείας να λειτουργήσει ως αντίβαρο, όπως συμβαίνει σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Τα προϊόντα των ζωντανών καλλιτεχνικών διεργασιών, που συντελούνται κατά κανόνα στις πόλεις, μακριά από το γυαλί της τηλεόρασης και τις στήλες των «φθηνών» περιοδικών, δεν φθάνουν δυστυχώς σχεδόν ποτέ στα Κύθηρα. Αυτός ο πολιτισμός ελάχιστα ενδιαφέρει τους διοικούντες, πλην φωτεινών εξαιρέσεων, μιας και δεν έχει μαζική απήχηση και εκλογικό ενδιαφέρον.

Όμως η πραγματική τέχνη είναι η φυσικότερη ανθρώπινη εκδήλωση κοινωνικότητας, δημιουργικότητας και επικοινωνίας. Η τέχνη είναι το αποτύπωμα κάθε ανθρώπου και κάθε πολιτισμού στον χρόνο. Είναι αυτή που ανοίγει ορίζοντες, στόχους και διεξόδους στον άνθρωπο όταν η αίσθηση της ματαιότητας τον απειλεί. Κοινωνία με ευτελή τέχνη νοσεί και τα αποτελέσματα αυτής της νοσηρότητας μπορεί να είναι πολύ πιο επικίνδυνα από αυτά που πιστεύουν αυτοί που διαβαθμίζουν τις προτεραιότητές μας.